- ζύγωθρο
- το (Μ ζύγωθρον)ο μοχλός που συνέχει και συγκρατεί κλειστά τα δύο φύλλα θύρας ή παραθύρου, το ζυγόθυρο, ο σύρτης, η αμπάρα, το μάνταλονεοελλ.(μηχαν.) εξάρτημα τών εμβολοφόρων μηχανών εσωτερικής καύσης μέσω τού οποίου επιτυγχάνεται η μετάδοση κίνησης στις βαλβίδες όταν αυτές είναι τοποθετημένες στην κεφαλή τών βαλβίδων, κν. πιανόλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγώ(-όω) + κατάλ. -θρον (πρβλ. στιλβω-θρον, τετάνω-θρον)].
Dictionary of Greek. 2013.